-
1 ἑν-δια-τριπτικός
ἑν-δια-τριπτικός, ή, όν, gern wobei verweilend, τόποις καὶ πράγμασι τοῖς αὐτοῖς M. Ant. 1, 16.
Перевод: с греческого на немецкий
с немецкого на греческий- С немецкого на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
1 ἑν-δια-τριπτικός
ἑν-δια-τριπτικός, ή, όν, gern wobei verweilend, τόποις καὶ πράγμασι τοῖς αὐτοῖς M. Ant. 1, 16.